Η πρόσφατη μελέτη του ομίλου Adecco σκιαγραφεί τις επιπτώσεις της 4ης βιομηχανικής επανάστασης στην αγορά εργασίας στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Οι περιοχές αυτές θα πρέπει να εργαστούν ώστε να δημιουργήσουν ένα φιλόξενο και εποικοδομητικό περιβάλλον για την ανάπτυξη ψηφιακών ταλέντων, που πιθανόν να είναι ό,τι πιο σημαντικό για την ανάπτυξη της περιοχής.
Οι εταιρείες προσπαθούν να προσελκύσουν και να αναπτύξουν τα ψηφιακά «ταλέντα» με διάφορους τρόπους, όπως εκσυγχρονίζοντας το εργασιακό περιβάλλον, εφαρμόζοντας προγράμματα συνεχούς εκπαίδευσης και κατάρτισης, βελτιώνοντας τα επίπεδα αμοιβών και τα προγράμματα παροχών, εφαρμόζοντας μοντέλα ευέλικτης εργασίας (εν κινήσει ή εξ αποστάσεων εργασία), προχωρώντας σε συνεργασίες με εκπαιδευτικούς οργανισμούς και μερικές φορές αλλάζοντας έδρα των εγκαταστάσεών τους προκειμένου να είναι κοντά σε «δεξαμενές» ταλέντων.
Μία στις δύο θέσεις εργασίας σήμερα εκτιμάται πως κινδυνεύει να αντικατασταθεί από μηχανές, σύμφωνα με το δείκτη ανταγωνιστικότητας ταλέντου του ομίλου Adecco για το 2016, που δημοσιεύθηκε σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Διοίκησης Επιχειρήσεων (INSEAD). Αυτές οι θέσεις εργασίας κινδυνεύουν να χαθούν ως αποτέλεσμα του αυτοματισμού (14% των θέσεων εργασίας έχουν ήδη αυτοματοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό, ενώ 32% αυτών πρόκειται στο μέλλον να αλλάξουν σημαντικά λόγω του αυτοματισμού).
Τα τεχνολογικά βήματα εφαρμόζονται τόσο γρήγορα, ώστε η χαρτογράφηση της στρατηγικής απόκτησης ταλέντων είναι μια πρόκληση που ο τομέας ανθρώπινου δυναμικού πρέπει να αντιμετωπίσει. Η προσέλκυση και η διατήρηση βασικών ψηφιακών ταλέντων μπορεί να διαφοροποιήσει τους νικητές από τους χαμένους του σημερινού επιχειρηματικού κόσμου. Όπως αναφέρει ο κ. Κωνσταντίνος Μυλωνάς, διευθύνων σύμβουλος του ομίλου Adecco Ελλάδας, στην Ελλάδα, μοιάζει να προσπαθούμε να ακολουθήσουμε τις εξελίξεις στην ψηφιακή ανάπτυξη. Η έκθεση ψηφιακής προόδου της Ευρώπης (EDPR, 2017) σημειώνει την πρόοδο των κρατών μελών στα πλαίσια της ψηφιοποίησής τους. Η Ελλάδα κατέχει την 26η θέση στο σύνολο 28 κρατών μελών. Εν γένει, η Ελλάδα δεν προοδεύει το ίδιο γρήγορα με άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ. Από άποψη ανθρωπίνου κεφαλαίου, η απόδοση της Ελλάδας είναι αρκετά κάτω του μέσου όρου της ΕΕ, ακόμη κι αν προοδεύει ελαφρά. Το 2016, το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού που χρησιμοποιούσε το διαδίκτυο σε τακτική βάση (66%) ήταν από τα χαμηλότερα μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών (ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 79%). Βλέπουμε ωστόσο, ότι ο αριθμός των ατόμων που έχουν τουλάχιστον ένα βασικό επίπεδο ψηφιακών δεξιοτήτων αναπτύσσεται με ένα ποσοστό 46% το 2016 σε σύγκριση με ένα 44% το 2015. Το ποσοστό των αποφοίτων στους τομείς της επιστήμης, της τεχνολογίας, της μηχανικής και των μαθηματικών παραμένει σχετικά υψηλό και αυτό είναι πολλά υποσχόμενο για το ψηφιακό μέλλον της Ελλάδας. Αυτή τη στιγμή, ωστόσο, η Ελλάδα έχει ακόμη το χαμηλότερο ποσοστό ειδικών ΤΠΕ στο εργατικό της δυναμικό (1,2%) στην ΕΕ, όπως φαίνεται στην EDPR 2017.
Με την Ελλάδα να έχει υποφέρει πολλά τον τελευταίο καιρό από τη «φυγή εγκεφάλων», η προσέλκυση και διατήρηση των ειδικών στο χώρο των ψηφιακών τεχνολογιών παραμένει κομβική για την υποστήριξη της ψηφιακής αλλαγής της χώρας. Με τα πρόσφατα τεχνολογικά βήματα και τις γρήγορες αλλαγές που επιφέρουν στον τρόπο με τον οποίο δουλεύουμε, οι ψηφιακές δεξιότητες είναι αναγκαίες σχεδόν για όλα τα επαγγέλματα. Η ανικανότητα διαχείρισης της ανάγκης αντιμετώπισης των ελλείψεων σε ψηφιακά ταλέντα, θα μπορούσε να αυξήσει τους περιορισμούς για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.